Ευαισθητοποίηση

Βασική ΛΟΑΤ ορολογία

Ορολογία σεξουαλικού προσανατολισμού

Λεσβία:
Γυναίκα που έλκεται σεξουαλικά ή/και συναισθηματικά από άλλες γυναίκες.

Ομοφυλόφιλος/Γκέι:
Άνδρας που έλκεται σεξουαλικά ή/και συναισθηματικά από άνδρες. Ο όρος γκέι χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως γενικός όρος ομπρέλα, αν και αυτή η χρήση δεν είναι πάντοτε αποδεκτή εντός της ΛΟΑΤ+ κοινότητας.

Αμφιφυλόφιλος/η (Bisexual):
Άτομο που αισθάνεται έλξη για περισσότερα από ένα φύλα, είτε σεξουαλικά, είτε/και συναισθηματικά.

Πανσέξουαλ (Pansexual) / Omnisexual:
Άτομα που αισθάνονται έλξη ανεξαρτήτως ταυτότητας φύλου.

Ασέξουαλ (Asexual):
Άτομα που δεν βιώνουν ή βιώνουν ελάχιστη σεξουαλική έλξη. Η ασέξουαλικότητα περιλαμβάνει ένα φάσμα ταυτοτήτων, όπως:

  • Graysexual: Περιστασιακή ή σπάνια σεξουαλική έλξη.
  • Demisexual: Έλξη μόνο μετά από ισχυρό συναισθηματικό δεσμό.

Κουήρ (Queer):
Όρος που επαναπροσδιορίστηκε από την ΛΟΑΤ+ κοινότητα για να περιγράψει την απόρριψη των ετεροκανονικών και δυαδικών φύλων. Παραδοσιακά είχε αρνητική σημασία, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται ως πολιτική και ταυτοτική δήλωση (ειδικά στην ακαδημαϊκή queer θεωρία).

Questioning:
Η φάση κατά την οποία ένα άτομο εξερευνά ή αμφισβητεί τη σεξουαλική του ταυτότητα ή/και ταυτότητα φύλου.

Ορολογία σχετική με ταυτότητα και έκφραση φύλου

Ταυτότητα φύλου:
Η εσωτερική αίσθηση ενός ατόμου για το φύλο του (άνδρας, γυναίκα, και/ή άλλο).

Έκφραση φύλου:
Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο παρουσιάζει το φύλο του εξωτερικά (ρούχα, συμπεριφορά, φωνή κ.λπ.), ανεξάρτητα από τη βιολογική ή την ταυτότητα φύλου του.

Βιολογικό φύλο:
Η ταξινόμηση σε αρσενικό ή θηλυκό βασισμένη σε φυσικά χαρακτηριστικά όπως χρωμοσώματα, γεννητικά όργανα και ορμόνες.

Κοινωνικό φύλο:
Πολιτισμικές και κοινωνικές νόρμες που σχετίζονται με το τι σημαίνει να είσαι «άνδρας» ή «γυναίκα». Πολλά άτομα δεν ταυτίζονται με αυτό το δίπολο.

Τρανς και σχετικοί όροι

Τρανς (ή διεμφυλικό/ή):
Ομπρέλα όρος για άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου διαφέρει από το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Περιλαμβάνει:

  • Τρανς άνδρες και τρανς γυναίκες
  • Non-binary
  • Agender
  • Genderqueer
  • Genderfluid, κ.ά.

Σις/Σιστζέντερ (Cisgender):
Άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου ταιριάζει με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση.

Φυλοδιαφορετικός/ή/ό (Gender Variant):
Άτομα των οποίων η ταυτότητα ή έκφραση φύλου διαφέρει από τις κοινωνικές νόρμες.

Ίντερσεξ (Intersex):
Άτομα που γεννιούνται με βιολογικά χαρακτηριστικά που δεν αντιστοιχούν αποκλειστικά στο αρσενικό ή το θηλυκό φύλο. Ιατρικές παρεμβάσεις συχνά ασκούνται αυθαίρετα σε παιδιά, παρά τις συστάσεις των οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Επαναπροσδιορισμός και φυλομετάβαση

Επαναπροσδιορισμός φύλου:
Η διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο ευθυγραμμίζει την κοινωνική ή/και βιολογική του παρουσία με την ταυτότητα φύλου του. Μπορεί να περιλαμβάνει:

  • Κοινωνική αλλαγή (όνομα, αντωνυμίες, εμφάνιση)
  • Ιατρικές παρεμβάσεις (ορμονοθεραπεία, εγχείρηση επιβεβαίωσης φύλου)
  • Νομικές αλλαγές (επίσημα έγγραφα)

Φυλομετάβαση:
Η συνολική προσωπική, κοινωνική, ιατρική και νομική διαδικασία προσαρμογής στην ταυτότητα φύλου.

Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου:
Επίσημη διαδικασία αλλαγής στοιχείων ταυτότητας (όνομα και φύλο) στα νομικά έγγραφα. Πολλές χώρες θέτουν εμπόδια ή δεν αναγνωρίζουν καθόλου τέτοιες αλλαγές.

Βιβλιογραφία

  • AVEN. (χ.χ.α). Asexual Visibility and Education Network.
  • Ghattas, D. C. (2015). Standing up for the rights of intersex people – how can you help? ILGA Europe.
  • ILGA-Europe. (2015). Glossary of terms for equality and non-discrimination.
  • LGBTQIA Resource Center – University of California, Davis. (χ.χ.α). Glossary.
  • TGEU – Transgender Europe. (2016, Ιούλιος). Legal Gender Recognition in Europe Toolkit.
  • WHO. (2022). Gender and health.
  • Zimman, L., Davis, J. L., & Raclaw, J. (2014). Queer Excursions: Retheorizing Binaries in Language, Gender, and Sexuality. Oxford University Press.
  • Stryker, S. (2008). Transgender History. Seal Press.
  • Butler, J. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Routledge.