Γονείς και παιδιά στον απόηχο των εξετάσεων
Κάθε καλοκαίρι, μόλις ανακοινώνονται οι βαθμολογίες των Πανελληνίων, ακούγεται σχεδόν αυθόρμητα σε χιλιάδες σπίτια η φράση: «Περάσαμε!». Πολλοί γονείς τη λένε με υπερηφάνεια, συγκίνηση ή και ανακούφιση. Αλλά σε ποιον πραγματικά αναφέρεται αυτό το «εμείς»; Πέρασε το παιδί ή «περάσαμε» όλοι μαζί; Στην πραγματικότητα, οι Πανελλήνιες δεν είναι μόνο εξετάσεις για τους εφήβους. Είναι και ένα άτυπο ψυχολογικό τεστ αντοχής για τις οικογένειες, ιδίως για τους γονείς που ζουν την εμπειρία αυτή σχεδόν σαν να δίνουν οι ίδιοι εξετάσεις.
Η γονεϊκή εμπλοκή στην εκπαιδευτική πορεία του παιδιού είναι φυσική και, σε έναν βαθμό, απαραίτητη. Όμως πολλές φορές ξεπερνά τα όρια της υποστήριξης και μετατρέπεται σε ψυχολογική συγχώνευση: όταν ο γονιός δεν βλέπει το παιδί ως ανεξάρτητο άτομο, αλλά ως προέκταση του εαυτού του. Τότε, η επιτυχία του παιδιού γίνεται και προσωπική επιτυχία του γονιού – ενώ η αποτυχία βιώνεται σαν προσωπική ήττα. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ένας γονιός να εναποθέτει στο παιδί όνειρα που δεν κατάφερε ο ίδιος να πραγματοποιήσει ή να προσπαθεί, μέσω των επιδόσεών του, να επανορθώσει δικές του χαμένες ευκαιρίες. Αυτή η συναισθηματική μεταφορά ευθύνης μπορεί να φορτώσει το παιδί με πίεση, ενοχές και άγχος.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως οι προσπάθειες, οι κόποι και η αξία των παιδιών δεν ταυτίζονται ούτε με έναν αριθμό ούτε με ένα αποτέλεσμα. Ένα βαθμός ή μια επιτυχία σε μια σχολή δεν μπορούν να ορίσουν ποιοτικά τον άνθρωπο που διαμορφώνεται. Κάθε νέος και νέα έχει τη δική του μοναδική πορεία, τα δικά του ταλέντα, όνειρα και ρυθμό εξέλιξης, τα οποία δεν περιορίζονται στα όρια ενός αποτελέσματος εξετάσεων.
Η ένταση των Πανελληνίων δημιουργεί έναν κλειστό οικογενειακό μικρόκοσμο, όπου το άγχος είναι κοινό και αμφίδρομο. Οι γονείς αισθάνονται συχνά ότι δεν έχουν κανέναν έλεγχο πάνω στην προσπάθεια – κι αυτό αυξάνει το δικό τους στρες. Από την άλλη, το παιδί, εκτός από τη δική του αγωνία για τις εξετάσεις, καλείται να διαχειριστεί και τη συναισθηματική κατάσταση των γονιών του, κάτι που συχνά του στερεί την αυτονομία και την ψυχραιμία που χρειάζεται.
Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, η ανάγκη για εμβάθυνση της σχέσης γονιών και παιδιών γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Μια σχέση που βασίζεται στον ανοιχτό διάλογο, την εμπιστοσύνη και την κατανόηση μπορεί να βοηθήσει να ξεπεραστούν οι εντάσεις και οι φόβοι. Όταν οι γονείς ακούν πραγματικά τα παιδιά τους, σέβονται τα συναισθήματά τους και αναγνωρίζουν την αυτονομία τους, δημιουργείται ένα ασφαλές πλαίσιο όπου το παιδί μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, να ζητήσει βοήθεια και να νιώσει υποστήριξη χωρίς φόβο κρίσης ή απόρριψης.
Η στήριξη των γονιών μπορεί να είναι πολύτιμη, αρκεί να μη γίνεται πίεση ή υποκατάσταση. Δεν είναι ο ρόλος τους να επιτηρούν, να ελέγχουν ή να μεταφέρουν στο παιδί τη δική τους αγωνία. Είναι σημαντικό να ενισχύουν χωρίς να ασκούν έλεγχο, να στηρίζουν χωρίς να ταυτίζονται, να δίνουν σταθερότητα χωρίς να «αγκαλιάζουν» τις εξετάσεις ως δικές τους. Χρειάζεται μια ισορροπία: να είμαι εκεί ως γονιός, αλλά να θυμάμαι ότι είναι το δικό του ταξίδι.
Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η στιγμή μετά τις εξετάσεις είναι ευκαιρία για μια επανατοποθέτηση. Οι Πανελλήνιες είναι σημαντικές, αλλά δεν καθορίζουν την αξία ούτε του παιδιού ούτε του γονιού. Πέρα από το «αν περάσαμε», έχει σημασία να αναρωτηθούμε: Τι μάθαμε από αυτή τη διαδρομή; Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα, την αυτογνωσία και την ψυχική ισορροπία του παιδιού – και τη δική μας; Αν δούμε τις Πανελλήνιες όχι μόνο ως στόχο αλλά και ως εμπειρία, τότε ίσως καταλάβουμε πως δεν είναι απαραίτητο να «περάσουμε» μαζί. Αρκεί να μεγαλώσουμε μαζί.


