
Όταν δεν μπορείς να είσαι κάτι άλλο, τότε γίνεσαι ναρκισσιστής
Ο ναρκισσισμός, ως ψυχολογικό φαινόμενο, αποτελεί συχνά την έκφραση μιας βαθιάς υπαρξιακής αδυναμίας, μιας ψυχικής, συναισθηματικής και νοητικής αναπηρίας – της απόλυτης ήττας να συγκροτίσει το άτομο εαυτό.
Αντίθετα με την επιφανειακή εντύπωση περί αυτοπεποίθησης ή ανωτερότητας, η ναρκισσιστική προσωπικότητα συχνά συγκροτείται ως αμυντικός μηχανισμός απέναντι σε εσωτερικά αισθήματα κενού, ανεπαρκούς ταυτότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Τα άτομα που καταλήγουν να υιοθετήσουν έντονα ναρκισσιστικά πρότυπα συμπεριφοράς δεν το κάνουν απαραίτητα επειδή διαθέτουν πλεόνασμα εσωτερικής δύναμης. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για υποκείμενα που έχουν αποτύχει να συγκροτήσουν μια σταθερή, ουσιαστική και λειτουργική ταυτότητα μέσα από αυθεντικές εμπειρίες, ικανότητες ή σχέσεις. Η ανεπάρκεια αυτή δεν είναι απλώς γνωστική ή επαγγελματική – είναι υπαρξιακή.
Όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αυθεντικός, δημιουργικός, συναισθηματικά ώριμος ή πραγματικά συνδεδεμένος με τους άλλους, τότε ο ναρκισσισμός μετατρέπεται σε ψευδο-λύση. Πρόκειται για ένα μηχανισμό υπεραναπλήρωσης: εκεί που υπάρχει εσωτερικό κενό, οικοδομείται μια εικόνα μεγαλείου. Εκεί που υπάρχει συναισθηματική φτώχεια, προβάλλεται μία επίφαση συναισθηματικής επάρκειας. Έτσι, η ναρκισσιστική ταυτότητα λειτουργεί ως «μάσκα» που αποκρύπτει το πραγματικό ψυχικό έλλειμμα.
Αυτή η συμπεριφορική επιλογή – συνειδητή ή ασυνείδητη – παρατηρείται συχνά σε άτομα που βιώνουν τον εαυτό τους ως «δεύτερους», ως «λίγους», ή ως αόρατους στο πλαίσιο των κοινωνικών συγκρίσεων. Η μικροπρέπεια, η παθητική επιθετικότητα ή η επιδεικτική υπεροψία αποτελούν όχι τόσο εκφράσεις δύναμης, όσο σημάδια μιας αδυναμίας που δεν μπορεί να αντέξει την έκθεση.
Στην ουσία, ο ναρκισσισμός δεν είναι επιλογή μεγαλείου – είναι αναγκαστική καταφυγή στην επιφάνεια, όταν η ουσία απουσιάζει. Η προσωπικότητα μετατρέπεται σε θέαμα όταν δεν μπορεί να είναι περιεχόμενο. Το άτομο, ανίκανο να υπάρξει αυθεντικά, κατασκευάζει έναν ψευδο-εαυτό που επιζητεί τον θαυμασμό, όχι την αποδοχή. Και αυτό, με την πάροδο του χρόνου, οδηγεί σε περαιτέρω αποσύνδεση από την πραγματική εμπειρία του εαυτού.
Η ψυχολογική έρευνα συμφωνεί ότι το ναρκισσιστικό φαινόμενο δεν πρέπει να εκλαμβάνεται απλοϊκά ως ελάττωμα χαρακτήρα ή αλαζονεία. Είναι, κατά βάση, μια μορφή ψυχικού πόνου που έχει μεταμφιεστεί σε υπεροχή. Γι’ αυτό και όσο περισσότερο ενισχύεται αυτή η εικόνα, τόσο πιο φανερή γίνεται η εσωτερική ανεπάρκεια. Ο ναρκισσιστής χρειάζεται συνεχή επιβεβαίωση γιατί χωρίς αυτήν, καταρρέει.
Εν τέλει, αυτό που παρουσιάζεται ως μεγαλείο είναι συχνά το τελευταίο καταφύγιο μιας ψυχής που δεν κατάφερε να γίνει τίποτα άλλο.
Βιβλιογραφία
- Kernberg, O. F. (1975). Borderline Conditions and Pathological Narcissism. New York: Jason Aronson.
- Kohut, H. (1971). The Analysis of the Self. New York: International Universities Press.

